ἀδικητής
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
English (LSJ)
ὁ,
A wronger, injurer, Eust. 756.58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικητής: ὁ, ἄνθρωπος ἄδικος, ὁ βλάβην προξενῶν, Εὐστ. Ἰω. Χρυσ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ el que hace el daño Eust.756.59.