χόριος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ,
A = χορεῖος 11, AP14.15. II in Tactics, a form of ἐξελιγμός, Ael.Tact.27.1, 28.3, Arr.Tact.23.1, 24.3.
German (Pape)
[Seite 1366] ὁ, = χορεῖος 2, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χόριος: ὁ, = χορεῖος ΙΙ, Terent. Maur.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. χορείος.