γυπάετος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek (Liddell-Scott)

γυπάετος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ὑπάετος.

Greek Monolingual

ο (Α γυπάετος)
ημερόβιο ιερακόμορφο αρπακτικό με εμφάνιση αετού και συνήθειες γύπα, εφόσον τρέφεται με θνησιμαία.