σκοτισμός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτισμός Medium diacritics: σκοτισμός Low diacritics: σκοτισμός Capitals: ΣΚΟΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: skotismós Transliteration B: skotismos Transliteration C: skotismos Beta Code: skotismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A darkening, σ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Cleom.1.7, cf. Eust.849.23; = σκοτοδινία, Ptol.Tetr. 116, Vett.Val.193.9, Hsch. s.v. ἴλιγγος.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, 1) das Verfinstern, Verdunkeln, die Finsterniß; Schol. Lycophr. 1427; Eust. – 2) der Schwindel, wenn es Einem finster vor den Augen wird, vertigo, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτισμός: ὁ, τὸ σκοτίζειν, ἐπισκοτίζειν, σκ. καὶ φωτισμοὶ ἀέρος Κλεομήδ. Μαθ. σ. 49, πρβλ. Εὐστ. 849. 24· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Κλήμ. Ἀλ. 214· = σκοτοδινία, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σκοτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτίζω, η μεταβολή σε σκοτάδι, επισκότιση («σκοτισμοὶ καὶ φωτισμοὶ ἀέρος», Κλεομήδ.)
2. σκοτοδίνη («που τον έπιασε καταχνιά και σκοτισμός και ζάλη», Ερωτόκρ.)
3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωση του μυαλού.