νηοσόος

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηοσόος Medium diacritics: νηοσόος Low diacritics: νηοσόος Capitals: ΝΗΟΣΟΟΣ
Transliteration A: nēosóos Transliteration B: nēosoos Transliteration C: niosoos Beta Code: nhoso/os

English (LSJ)

poet. νηοσσόος, ον,

   A protecting ships, Ἄρτεμις, Ἀπόλλων, A.R.1.570, 2.927.

Greek (Liddell-Scott)

νηοσόος: ποιητικ. νηοσσόος, ον, ὁ προστατεύων, σῴζων τὰ πλοῖα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 570, κτλ.

Greek Monolingual

νηοσόος και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)
αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -σόος, (< σόος, ιων. τ. του επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο-σόος, οικο-σόος.