πετροβόλος

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροβόλος Medium diacritics: πετροβόλος Low diacritics: πετροβόλος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: petrobólos Transliteration B: petrobolos Transliteration C: petrovolos Beta Code: petrobo/los

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A throwing stones, X.HG2.4.12.    II Subst. πετροβόλος, ὁ, engine for throwing stones, Plb.5.4.6, LXXJb.41.19, Ath.Mech.34.2, etc.; distd. from καταπέλτης, Plb.8.7.2 (but καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους D.S.18.51, cf. IG22.468.1): neut. πετροβόλα (sc. ὄργανα), opp. δορυβόλα, J.AJ9.10.3.    2 sling, v.l. in LXX 1 Ki.14.14.    III λίθοι πετρόβολοι hurled as from a sling, of hailstones, ib.Ez.13.11, 13.

German (Pape)

[Seite 606] Steine werfend, schleudernd, Xen. Hell. 2, 4, 12; von den Ballisten, Pol. 5, 4, 6. 8, 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πέτρους, δηλ. λίθους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροβόλος, ὁ, μηχανὴ πολεμική, δι’ ἧς ἔρριπτον πέτρους, τὸ Λατ. ballista, Πολύβ. 5. 4, 6, κτλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ καταπέλτης, ὁ αὐτ. 8. 9, 2· ἐν ᾧ ὁ Διόδ. 18. 51· μνημονεύει καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους· οὐδ. πετροβόλα (δηλ. ὄργανα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δορυβόλα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: πέτρος, βάλλω.