κακομέλετος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ον, (μελέτη)
A busied with evil, full of evil augury, κ. ἰά A.Pers. 937 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1301] ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. θρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.
Greek (Liddell-Scott)
κακομέλετος: -ον, (μελέτη, οὐχὶ ἐκ τοῦ μέλος) πλήρης κακῶν οἰωνῶν, κακομέλετον ἰὰν Μαριανδυνοῦ θρηνητῆρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 936, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. Μαριανδυνὸς θρῆνος.