ζώσιμος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζώσιμος Medium diacritics: ζώσιμος Low diacritics: ζώσιμος Capitals: ΖΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: zṓsimos Transliteration B: zōsimos Transliteration C: zosimos Beta Code: zw/simos

English (LSJ)

ον, (ζῶ)

   A viable, Alex.Aphr.Pr.2.47; likely to survive, Aët. 13.22, Horap.1.38.    II pertaining to this life, τὰ ζ. prob. in Phld. Herc.1251.9.

German (Pape)

[Seite 1145] ον, lebenskräftig, der leben kann, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζώσιμος: -ον, (ζέω) ἐπιδεκτικὸς ζωῆς, Λατ. vitalis, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1 (Cod. Urbin.), Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47· τὸ ζώσιμον, τὸ μέρος τῆς ζωῆς τινος, τὸ διάστημα ὃ ἔχει τις νὰ ζήσῃ, τὸ ζώσιμον ὅλον κινοῦμαὶ σοι Εὐμάθ. Ἰσμ. σ. 206.

Greek Monolingual

ζώσιμος, -ον (AM) ζω
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ζώσιμον
το διάστημα του βίου που έχει κάποιος να ζήσει
αρχ.
1. αυτός που έχει δυνάμεις να ζήσει ακόμη
2. αυτός που είναι πιθανό να επιζήσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζώσιμα
όσα ανήκουν σ' αυτή τη ζωή.