σωματόστρωτος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι → those living in an oligarchy or a tyranny

Source

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος μὲ σώματα, πεδιάδας... σωματοστρώτους Κ. Μανασσ. Χρον. 3184.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για χώρο) στρωμένος με σώματα νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθόστρωτος.