σωματόστρωτος
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτόστρωτος: -ον, ἐστρωμένος μὲ σώματα, πεδιάδας... σωματοστρώτους Κ. Μανασσ. Χρον. 3184.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(για χώρο) στρωμένος με σώματα νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθόστρωτος.