κατάπρεμνος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with many branches, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1372] mit vielen Stämmen, Hesych. erkl. κατάκλαδος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπρεμνος: -ον, πλήρης κλάδων, κατάκλαδος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κατάπρεμνος, -ον (Α)
γεμάτος κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτό-πρεμνος, υπό-πρεμνος].