ὀλοφώιος

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφώιος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθετ., καταστρεπτικός, ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., ὀλ. δήνεα, ὀλέθρια τεχνάσματα ἢ ἐπινοήματα, Κ. 289· ὀλοφώια εἰδώς, ἔμπειρος ὀλεθρίων τεχνασμάτων, Δ. 460, κτλ.· πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια τοῖο γέροντος Δ. 410 παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λύκων ὀλοφώιον ἔθνος (ἔθνος Lenn.) Θεόκρ. 25. 185· ὀλ. ἰὸς Νικ. Θηρ. 327. (Ἐκ τῆς √ΟΛ, ὄλλυμι· ἡ κατάληξις -φώιος δὲν ἔχει ἑρμηνευθῇ).

English (Autenrieth)

pernicious, baleful; ὀλοφώια εἰδώς=ὀλοόφρων, Od. 4.460. (Od.)