γατόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον, Dor. for γή-τομος,
A cleaving the ground, δίκελλα A.Fr. 196, cf. AP6.95 (Antiphil.), Hsch. s.v. τμήγας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾱτόμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-τόμος, ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. γάπεδον) κόπτων τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ γατόμος cultivateur.
Étymologie: γῆ, τέμνω.