ὑπεράρχιος

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράρχιος Medium diacritics: ὑπεράρχιος Low diacritics: υπεράρχιος Capitals: ΥΠΕΡΑΡΧΙΟΣ
Transliteration A: hyperárchios Transliteration B: hyperarchios Transliteration C: yperarchios Beta Code: u(pera/rxios

English (LSJ)

ον,

   A prior to ἀρχαί, [πηγαί] Dam.Pr.130.

German (Pape)

[Seite 1191] über allen Anfang, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράρχιος: -ον, ὁ ὑπὲρ πᾶσαν ἀρχὴν ὤν, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς ὑπάρχων, Διον. Ἀρεοπ. περὶ Οὐρ. Ἱεραρχ. 7, σ. 71.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο παραπάνω από οποιαδήποτε αρχή, αυτός που υπάρχει πριν από οποιαδήποτε αρχή («ἡ ἀρχίθεος καὶ ὑπεράρχιος τοῡ υἱοῡ τοῡ Θεοῡ ὑπόστασις», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀρχή + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετ-άρχ-ιος)].