μετρόκροτος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρόκροτος Medium diacritics: μετρόκροτος Low diacritics: μετρόκροτος Capitals: ΜΕΤΡΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: metrókrotos Transliteration B: metrokrotos Transliteration C: metrokrotos Beta Code: metro/krotos

English (LSJ)

ον,

   A wrought in metre, γραφαί Tz.ad Lyc.497.

Greek (Liddell-Scott)

μετρόκροτος: -ον, ὁ μετρικῶς κροτῶν, ἠχῶν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 497.

Greek Monolingual

μετρόκροτος, -ον (Μ)
αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνό-κροτος)].