χειροσκόπος
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
ὁ,
A inspecting the hand, = χειρόμαντις, Artem.2.69. II counter of hands, i.e. teller of votes, IG9(1).109.8 (Elatea), Bull. Soc. royale des lettres de Lund 1928/9 iv 43 (Cardamyle, i A.D.), Tim.Lex., Suid.
German (Pape)
[Seite 1346] die Hand beschauend, bes. um daraus zu weissagen, ὁ χειροσκόπος = χειρόμαντις, Sp. – Nach Suid. auch der beim Abstimmen die aufgehobenen Hände zählt.
Greek (Liddell-Scott)
χειροσκόπος: -ον, ὁ θεωρῶν καὶ ἐξετάζων τὴν χεῖρα, ὡς τὸ χειρόμαντις, Ἀρτεμίδ. 2. 69. ΙΙ. ὁ μετρῶν τὰς ἀνατεταμένας χεῖρας κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῦντες» Τιμ. Λεξικ.
Greek Monolingual
-ον, Α
το αρσ. ως ουσ.
1. ο χειρομάντης
2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῡντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].