ὀνοκόπος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκόπος Medium diacritics: ὀνοκόπος Low diacritics: ονοκόπος Capitals: ΟΝΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: onokópos Transliteration B: onokopos Transliteration C: onokopos Beta Code: o)noko/pos

English (LSJ)

ον,

   A chipping millstones, Alex.13.

German (Pape)

[Seite 348] den Mühlstein, ὄνος, klopfend, schärfend, Poll. 7, 20 aus Alexis.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκόπος: -ον, ὁ κόπτων, κατεργαζόμενος μυλόπετρας, Ἄλεξις ἐν «Ἀμφωτίδι» 1, ἴδε μυλοκόπος.

Greek Monolingual

ὀνοκόπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο-κόπος.