χειρόβλημα

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόβλημα Medium diacritics: χειρόβλημα Low diacritics: χειρόβλημα Capitals: ΧΕΙΡΟΒΛΗΜΑ
Transliteration A: cheiróblēma Transliteration B: cheiroblēma Transliteration C: cheirovlima Beta Code: xeiro/blhma

English (LSJ)

ατος, τό, and χειρό-βλητον, τό, glossed by δράγματα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβλημα: τό, καὶ χειρόβλητον, τό, = χειρόβολον, «χειροβλήματα· δράγματα· οἱ δὲ χειρόβλητα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρόβολον, δράγμα
οἱ δὲ χειρόβλητον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλῆμα (< βάλλω)].