ῥυμβών

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes

Menander, Monostichoi, 394
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥυμβών Medium diacritics: ῥυμβών Low diacritics: ρυμβών Capitals: ΡΥΜΒΩΝ
Transliteration A: rhymbṓn Transliteration B: rhymbōn Transliteration C: rymvon Beta Code: r(umbw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A coil of a serpent, A.R.4.144 (pl.).

German (Pape)

[Seite 851] όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυμβών: -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
(για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα -ών, -όνος (πρβλ. ἀγκ-ών)].