ῥυμβών
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
-όνος, ἡ, coil of a serpent, A.R.4.144 (pl.).
German (Pape)
[Seite 851] όνος, ἡ, 1) = ῥύμβος, ῥόμβος. – 2) die kreisförmige Bewegung, Ap. Rh. 4, 144, Umwälzung.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυμβών: -όνος, ἡ, ἀπειρεσίας ἐλέλιξαν ῥυμβόνας, «ῥυμβόνας δέ, τὰς εἰλήσεις τῆς σπείρας, τὰς περιδινήσεις» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 144.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
(για ερπετό) κυκλοτερής κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόμβος / ῥύμβος + επίθημα -ών, -όνος (πρβλ. ἀγκών)].