ἡνιόχησις
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
εως, ἡ,= ἡνιοχεία, Pl.Phdr. 246b, D.Chr.36.42;
A νεφέλης ὀπισθοφυλακούσης Ph.2.174.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, das Zügelhalten, Lenken, Regieren; ἡ περὶ ἡμᾶς ἡν. Plat. Phaedr. 246 b; Sp.