μικρόπους

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόπους Medium diacritics: μικρόπους Low diacritics: μικρόπους Capitals: ΜΙΚΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: mikrópous Transliteration B: mikropous Transliteration C: mikropous Beta Code: mikro/pous

English (LSJ)

ουν, gen. ποδος,

   A small-footed, Eust. 1502.26.

Greek (Liddell-Scott)

μικρόπους: ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372.

Greek Monolingual

μικρόπους και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, -ουν (Μ)
αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + πούς (πρβλ. μεγαλό-πους)].