παράπαισμα
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
English (LSJ)
ατος, τό,
A madness, Oenom. ap. Eus.PE5.25 (pl.) :—in form παραίπαιμα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παράπαισμα: τό, ἀφροσύνη, παρ’ Ἡσύχ. παραίπαιμα· «παρακοπή»· πρβλ. παράπταισμα.
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ., παραίπαιμα, τὸ, Α παραπαίω
αφροσύνη, ανοησία.