δούπημα

From LSJ
Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

German (Pape)

[Seite 662] τό, = δοῦπος, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

δούπημα: τό, βρόντημα, κρότος, δ. βροντῶν Χρησμ. Σιβ. 8. 433.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fragor, retumbo δουπήματα βροντῶν Orac.Sib.8.432.