[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.
πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.
-ήματος, τὸ, Μη πτήση, το πέταγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμή-μα)].