πτῆμα

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῆμα Medium diacritics: πτῆμα Low diacritics: πτήμα Capitals: ΠΤΗΜΑ
Transliteration A: ptē̂ma Transliteration B: ptēma Transliteration C: ptima Beta Code: pth=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, flight, Suid.

German (Pape)

[Seite 809] τό, der Flug, bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πτῆμα: τό, πτῆσις, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ
η πτήση, το πέταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- του πέτομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. τμήμα)].

Frisk Etymological English

πτηνός, πτῆσις See also: s. πέτομαι.

Frisk Etymology German

πτῆμα: πτηνός, πτῆσις
{ptē̃ma}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,613