σεπτήριον

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek (Liddell-Scott)

σεπτήριον: τό, ἑορτὴ ἐν Δελφοῖς κατὰ πᾶν ἔνατον ἔτος τελουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῆς μάχης τοῦ Ἀπόλλωνος πρὸς τὸν Πύθωνα, Πλούτ. 2. 293Β, πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
litt. « la vénération », n. d’une fête d’Apollon, à Delphes.
Étymologie: σέβω.