σεπτήριον

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
litt. « la vénération », n. d'une fête d'Apollon, à Delphes.
Étymologie: σέβω.

Greek (Liddell-Scott)

σεπτήριον: τό, ἑορτὴ ἐν Δελφοῖς κατὰ πᾶν ἔνατον ἔτος τελουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῆς μάχης τοῦ Ἀπόλλωνος πρὸς τὸν Πύθωνα, Πλούτ. 2. 293Β, πρβλ. Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

σεπτήριον: τό септерий, «почитание» (дельф. праздник в честь Аполлона, справлявшийся раз в девять лет, поэтому тж. ἐνναετηρίς) Plut.