φύλλωμα

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλλωμα Medium diacritics: φύλλωμα Low diacritics: φύλλωμα Capitals: ΦΥΛΛΩΜΑ
Transliteration A: phýllōma Transliteration B: phyllōma Transliteration C: fylloma Beta Code: fu/llwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A foliage, D.S. 3.19 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Belaubung, Laub, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

φύλλωμα: τό, τὰ φύλλα δένδρου ἐν συνόλῳ, τὸ σύνολον πυκνῶν φύλλων δένδρου, ἐλάται πυκναὶ τοῖς φυλλώμασι Διόδ. 3. 19.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
φυλλῶ
το σύνολο τών φύλλων ενός φυτού
νεοελλ.
το σύνολο τών τύπων τών φύλλων που απαντούν στα φυτά.