φάττιον
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
τό, Dim. of
A φάττα. νηττάριον ἂν καὶ φ. ὑπεκορίζετο Ar.Pl. 1011, cf. Ephipp. 15.8.
Greek (Liddell-Scott)
φάττιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φάττα, Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1· ἴδε ὑποκορίζομαι Ι. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de φάττα, terme de tendresse.