θέμιστα

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμιστα Medium diacritics: θέμιστα Low diacritics: θέμιστα Capitals: ΘΕΜΙΣΤΑ
Transliteration A: thémista Transliteration B: themista Transliteration C: themista Beta Code: qe/mista

English (LSJ)

θέμιστας,

   A v. θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα˙ ἔννομα, νόμιμα»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».