αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Full diacritics: θερμίζω | Medium diacritics: θερμίζω | Low diacritics: θερμίζω | Capitals: ΘΕΡΜΙΖΩ |
Transliteration A: thermízō | Transliteration B: thermizō | Transliteration C: thermizo | Beta Code: qermi/zw |
A fall ill with fever, IG12(9).1240.15 (Aedepsus).
(Α θερμίζω) θέρμη
νεοελλ.
χύνω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι θερμό νερό
αρχ.
προσβάλλομαι από πυρετό.