διασκίδνημι
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
poet. for -σκεδάννυμι, Il.5.526, Hes.Th.875, Emp. 84.4, Hdt.2.25:—Pass., Luc.DDeor.20.5, Sacr.13.
German (Pape)
[Seite 602] p. = διασκεδάννυμι; Hom. Iliad. 5, 526 ζαχρηῶν ἀνέμων, οἵ τε νέφεα σκιόεντα πνοιῇσιν λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες; Hesiod. Th. 875 von den Winden διασκιδνᾶσί τε νῆας, ναύτας τε φθείρουσι: Herodot. 2. 25 ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ ἄνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι; Plutarch. Fab. Max. 12 ἐπιφανεὶς (Fabius) τρέπεται καὶ διασκίδνησι τοὺς Νομάδας; Luc. Sacrif. 13 ἡ κνίσσα ἐς τὸν οὐρανὸν ἠρέμα διασκίδναται.
Greek (Liddell-Scott)
διασκίδνημι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ -σκεδάννυμι, Ἰλ. Ε. 526, Ἡσ. Θ. 875, Ἡρόδ. 2. 25. ‒ Παθ., Λουκ. Θ. Διαλ. 20. 6, Θυσ. 13.
French (Bailly abrégé)
c. διασκεδάννυμι.
English (Autenrieth)
3 pl. διασκίδνᾶσι, aor. διεσκέδασε, opt. διασκεδάσειε: scatter, disperse; νῆα, ‘scatter in fragments,’ ‘shatter,’ Od. 7.275; fig., ἀγλαΐᾶς, ‘scatter to the winds,’ put an end to, Od. 17.244.