ὡσπεροῦν
From LSJ
Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...
German (Pape)
[Seite 1422] adv., wie denn auch wirklich, εἰ δ' ἔστιν, ὡςπεροῦν ἔστι, θεός Plat. Phaedr. 242 e. so daß das οὖν seine eigentliche Bedeutung beibehält.
French (Bailly abrégé)
conj.
1 dès que, aussitôt que;
2 comme cela est évident.
Étymologie: ὥσπερ, οὖν.
Greek Monolingual
και ὥσπερ οὖν, Α
1. ακριβώς καθώς
2. πράγματι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥσπερ + οὖν].