ἀνιστορέω

From LSJ
Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστορέω Medium diacritics: ἀνιστορέω Low diacritics: ανιστορέω Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: anistoréō Transliteration B: anistoreō Transliteration C: anistoreo Beta Code: a)nistore/w

English (LSJ)

   A make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε . . ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr.CP1.5.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.

Spanish (DGE)

1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.