δυσαχής
English (LSJ)
ές, (ἄχος)
A most painful, πάθος A.Eu.145 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 677] (ἄχος), schwer zu beklagen; πάθος Aesch. Eum. 140. ές, dor. = δυσηχής.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾱχής: -ές, Δωρ. ἀντὶ δυσηχής, Ἀνακρ. 108.
French (Bailly abrégé)
2ής, ές :
pénible, affligeant.
Étymologie: δυσ-, ἄχος.
Spanish (DGE)
(δυσᾰχής) -ές
cruel, doloroso πάθος A.Eu.145 (cód., pero v. δυσακής).