δυσηχής

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσηχής Medium diacritics: δυσηχής Low diacritics: δυσηχής Capitals: ΔΥΣΗΧΗΣ
Transliteration A: dysēchḗs Transliteration B: dysēchēs Transliteration C: dysichis Beta Code: dushxh/s

English (LSJ)

Dor. δῠσᾱχής, δυσηχές, (ἠχέω) ill-sounding, noisy, cacophonous, Phld.Po.2.16, v.l. in D.H.Comp.14; giving a dull sound, of metals, Plu.2.721c; ἰσθμοῖο δ. Emp.100.19:—in Hom., epithet of πόλεμος, Il.2.686 (cf. Anacr.107), al.; and of θάνατος, Il.16.442, al. (where it should perhaps be taken, = bringer of great woe (ἄχος), cf. Apollon.Lex.), of φόνος Emp.136.1; of ill-repute, εἰμι δυσηχὴς ἀνδράσιν = have a bad reputation among men h.Ap.64.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de siniestro eco, de funesto resonar (aunque tb. entendido como cruel rel. ἄχος) πόλεμος Il.2.686, 7.376, Anacr.202, Orac.Sib.3.566, θάνατος Il.16.442, φόνος Emp.B 136.1, οἰμωγή Rhian.(?) SHell.923.5, δοῦπος Opp.H.5.248, cf. 1.447, 2.611, πικρὰ φήμη δ. Orac.Sib.5.246, ἄνεμος Q.S.10.70, SEG 39.449.22 (Tanagra V d.C.), θάλασσα Q.S.12.381, ἰός Q.S.10.235.
2 de sonido sordo ἠθμὸς δυσηχής = colador de sonido sordo al pasar el agua por él, Emp.B 100.19, de cuerpos sólidos compactos ἰσχνόφωνα καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c, de pers. βαρύ τι καὶ δυσηχὲς ὑποτρύζων murmurando con voz grave y sorda Hld.6.15.1.
3 que suena mal, cacofónico de una vocal ἧττον δὲ δυσηχὲς τὸ ο frente a ɛ̄ D.H.Comp.14.13.
II de pers. y dioses
1 de mala reputación εἰμι δυσηχὴς ἀνδράσιν h.Ap.64.
2 intratable δ. ...· ὁ χαλεπός Suet.Blasph.116.
• Etimología: Prob. comp. de δυσ- y ἄχος c. alarg. del 2° elemento, pero luego reinterpretado como comp. de ἠχή.

German (Pape)

[Seite 680] ές, schwer tönend. dumpf, widrig tönend. Homer zehnmal, als Beiwort des πόλεμος und des θάνατος, und zwar des Todes in der Schlacht, wobei an das dumpftönende Niederstürzen der Getroffenen zu denken, vgl. δούπησεν δὲ πεσών; immer in den Formeln πολέμοιο δυσηχέος und θανάτοιο δυσηχέος, beide stets mit dem vierten Versfuße schließend: Iliad. 2, 686. 7, 376. 395. 11, 524. 590. 13, 535. 18, 307 πολέμοιο δυσηχέος, Iliad. 16, 449. 18, 464. 22, 180 θανάτοιο δυσηχέος. Irrig sind die Erklärungen bei Apoll. Lex. Hom. p. 61, 6. Vgl. πολυηχής und ὑψηχής. – Hymn. Hom. Apoll. 64 sagt Delos ἀινῶς γὰρ ἐτήτυμόν εἰμι δυσηχὴς ἀνδράσιν· ὧδε δέ κεν περιτιμήεσσα γενοίμην, also = ungeehrt, verachtet, gering geschätzt. – Anacr. in Anth. P. 6, 141 und bei Suid. s. v. Δυσηχής (Bergk P. L. G. ed. 2 Frgm. 107 p. 797) δυσηχέος ἐκ πολέμοιο (v.l. δυσαχέος). – Plut. Symp. 8, 3, 2 χρυσὸς μὲν καὶ λίθος ἰσχνόφωνα καὶ δυσηχῆ, klingen dumpf.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 au bruit terrible ; en parl. de la mort dans un combat qui fait pousser des cris affreux;
2 qui a un son sourd.
Étymologie: δυσ-, ἦχος.

Russian (Dvoretsky)

δυσηχής: дор. δυσᾱχής 2
1 испускающий дикие крики, злобно рычащий, т. е. жестокий (πόλεμος, θάνατος Hom.);
2 почти безвестный, презираемый (ἀνδράσιν HH);
3 глухо шумящий, рокочущий (ἰσθμός Emped. ap. Arst.; χρυσός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσηχής: Δωρ. δυσᾱχής, ές, (ἠχέω) κακόηχος, κακῶς ἠχῶν, πόλεμος Ἰλ. Β. 686, κτλ.· θάνατος Π. 442, Σ. 464, Χ. 180, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. Ἀπ. 64.

Greek Monolingual

δυσηχής, -ές και δύσηχος, -ον (AM)
1. αυτός που ηχεί δυσάρεστα ή άσχημα
2. (για μέταλλα) αυτός που ηχεί υπόκωφα
3. δυσάρεστος στην ακοή
4. λυπηρός, θλιβερός.

Greek Monotonic

δυσηχής: Δωρ. δυσ-ᾱχής, -ές (ἠχέω), αυτός που ακούγεται άσχημα, κακόηχος, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: of πόλεμος and θάνατος, so perhaps which causes great pain, grief to ἄχος, ἄχνυμαι (with Ap. Soph.). In hAp. 64 of bad reputation. Later which causes great noise.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἄχος or from ἠχή

Middle Liddell

ἠχέω
ill-sounding, hateful, Il.

Translations

cacophonous

Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk