δοκιμή
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ἡ,
A proof, test, interpol. in Dsc.4.184. 2 tried or approved character, Ep.Phil.2.22, cf. 2 Ep.Cor. 2.9.
German (Pape)
[Seite 653] ἡ, Prüfung, Probe, N. T., Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμή: ἡ, δοκιμασία, ἐξέτασις, Διοσκ. 4. 186. 2) χαρακτὴρ δεδοκιμασμένος, Λατ. probitas, Κ. Δ. Ἐπ. π. Φιλ. β΄, 22, πρβλ. 2 π. Κορ. β΄, 9.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 épreuve, essai, expérience;
2 indice probant, preuve;
3 caractère éprouvé, fidélité ou foi éprouvée.
Étymologie: δόκιμος.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 piedra de toque ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31
•prueba, demostración ἡ δὲ δ. τοιαύτη Dsc.4.184 (cód.), ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως 2Ep.Cor.8.2, ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ ya que buscáis una prueba de que Cristo habla en mí 2Ep.Cor.13.3, cf. Gr.Naz.M.35.464B, διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου δοκιμῆς Eus.DE 3.6, cf. Hom.Clem.3.3, Cat.Cod.Astr.10.67.7
•c. el sent. crist. de prueba, aflicción enviada por Dios para probar la fe χήρα ἐν δοκιμῇ πολλῇ Pion.V.Polyc.27.
2 virtud probada, entereza τὴν δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε de Timoteo Ep.Phil.2.22, ἡ δ' ὑπομονὴ δοκιμήν (κατεργάζεται), ἡ δὲ δ. ἐλπίδα Ep.Rom.5.4, cf. 2Ep.Cor.2.9.
3 aprobación μετὰ δοκιμῆς ἐπιδεῖξαι τὸ ὑποκείμενον Lyd.Mag.3.2.