αἴαγμα
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
τό,
A wail, E.Alc.873 (lyr.), etc.: αἰαγμός, οῦ, ὁ, Eust.1164.8
Greek (Liddell-Scott)
αἴαγμα: τό, θρῆνος, Εὐρ. Ἄλκ. 873, κτλ.: αἰαγμός, οῦ, ὁ, Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: αἰάζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
lamento E.Alc.873, Hel.186, Ph.335, 1519.
• Etimología: Cf. αἴ.