φθαίρω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
Dor. for φθείρω, Eust.1648.6, EM269.50.
German (Pape)
[Seite 1269] dor. = φθείρω, Valck. Her. 5, 51.
Greek (Liddell-Scott)
φθαίρω: Δωρ. ἀντὶ φθείρω, Εὐστ. 1648. 5, Ἐτυμ. Μέγ. 269, 50, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
dor. c. φθείρω.
Greek Monolingual
ΜΑ
βλ. φθείρω.