ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
[Seite 228] dor. = νημερτής, νημέρτεια.
ας (ἡ) :dor. p. *νημέρτεια;sincérité, vérité.Étymologie: νημερτής.
ναμέρτεια, ἡ (Α)(δωρ. τ.) βλ. νημέρτεια.