πηρίδιον
From LSJ
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;
A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.
German (Pape)
[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πήρα.
Greek Monolingual
τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).