πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
nom. pl. épq. de ἀκλεής.
ἀκληεῖς: эп. pl. к ἀκλεής.