λεύκιππος

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

ον,

   A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El.706; of Persephone, Pi.O.6.95; λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24.    2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.

German (Pape)

[Seite 33] (für λεύχιππος), mit weißen Rossen, Pind. Ol. 6, 95 u. öfter; auch ἀγυιαί, wo Wettrennen gehalten werden, P. 9, 86; Soph. El. 696; bes. von den Dioskuren, Ibyc. frg. 27; Eur. Hel. 640 u. sp. D., wie Theocr. 13, 11 von der Eos.

Greek (Liddell-Scott)

λεύκιππος: -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ λευκόπωλος, ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, πλήρης λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;
2 rempli de chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, ἵππος.

English (Slater)

λεύκιππος, -ον
   1with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.