σαφέως
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
German (Pape)
[Seite 866] ion. = σαφῶς, adv. von σαφής; = Vorigem; H. h. Cer. 149; μαρτυρήσω, Pind. Ol.
French (Bailly abrégé)
ion. c. σαφῶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαφέως Ion. voor σαφῶς.
Russian (Dvoretsky)
σᾰφέως: ион. = σαφῶς.
Greek (Liddell-Scott)
σαφέως: ἴδε σαφής ΙΙ.
English (Slater)
ςᾰφέως clearly τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.20) “φράσσατέ μοι σαφέως” (P. 4.117)
Greek Monotonic
σαφέως: βλ. σαφής II.