Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαμερίζω

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμερίζω Medium diacritics: διαμερίζω Low diacritics: διαμερίζω Capitals: ΔΙΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: diamerízō Transliteration B: diamerizō Transliteration C: diamerizo Beta Code: diameri/zw

English (LSJ)

   A divide, Pl.Phlb.15e; distribute, τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND27; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arist.Pr.885a18:—Pass., to be cut up, Pl.Lg.849d.    II part, separate, Men.883:—Med., divide or part among themselves, Ev.Matt.27.35; πρὸς ἑαυτούς PAmh.2.152.18(v/vi A.D.):—Pass., to be set at variance, Ev.Luc.12.52,53.

Greek (Liddell-Scott)

διαμερίζω: διαμοιράω, διανέμω, Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, χωρίζω, ἀποχωρίζω, Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 partager de côté et d’autre, distribuer;
2 diviser, séparer.
Étymologie: διά, μέρος.

Spanish (DGE)

I 1dividir, distribuir τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμα los esfuerzos a (por) todo el cuerpo Arist.Pr.885a18, συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότητα Thphr.Sud.20, ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖς LXX 2Es.19.22, τὴν δύναμιν D.S.19.56, τὰ ἅρματα I.AI 8.188, τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND 27, κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούς SB 9017.13.10 (I/II d.C.), διαμ[ερί] σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρη PUG 21.10 (IV d.C.), en v. pas. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι pues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados, Eu.Luc.12.52, cf. 11.17, 18, γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναι D.H.3.29, γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένη Orac.Sib.8.210
abs. hacer la división διεμέριζε γὰρ ὁ Βορυσθενίτης Men.Fr.772
compartir διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήων IClaros 1.P.4.27 (II a.C.).
2 dividir, detallar, clasificar λόγον Pl.Phlb.15e, ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνη cuando el altísimo dividió las naciones Ph.1.338, en v. pas. ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσα el arte de criar rebaños antes analizado Pl.Plt.289c, διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένων diferenciados los gastos anuales y los mensuales Arist.Oec.1345a19, πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμένα Aristeas 183.
3 dividir, partir en trozos en v. med. despedazar οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία T.Abr.A 14.11, en v. pas. ζώων διαμερισθέντων despiezados los animales por el matarife, Pl.Lg.849d.
II sólo v. med. dividir entre sí, repartirse διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ Eu.Matt.27.35, (τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούς PAmh.152.18 (V/VI d.C.), τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούς PMasp.159.32 (VI d.C.).