συμφύλαξ

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφύλαξ Medium diacritics: συμφύλαξ Low diacritics: συμφύλαξ Capitals: ΣΥΜΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symphýlax Transliteration B: symphylax Transliteration C: symfylaks Beta Code: sumfu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A fellow-watchman or guard, Th.5.80, Pl.R. 463b, 463c; σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, X.Cyr.8.6.11, 8.1.10.

German (Pape)

[Seite 993] ακος, ὁ, Mitwächter; Thuc. 5, 80; Plat. Rep. V, 463 c; τινὶ τῆς ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

συμφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ ὁμοῦ φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
compagnon de garde.
Étymologie: σύν, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
σύμφρουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φύλαξ.