λιπερνής

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ῆτος,

   A poor, forlorn, outcast, ὦ λιπερνῆτες πολῖται Archil.50 (borrowed by Cratin. 198); context doubtful in BCH11.161 (Lagina); = pupillus, ὀρφανός, Gloss.:—also λῐπερν-ήτης, ου, ὁ, AP9.649 (Maced.), EM566.50, restored by Schäfer in Longus 2.22 for λιπεργάτης:—fem. λῐπερν-ῆτις, ιδος, Call. Fr.66e, Epic.Oxy.1794.17.

German (Pape)

[Seite 51] ές, auch λιπερνής, ῆτος (nach E. M. von λείπεσθαι ἐρνέων, wie Hesych. erkl. ὁ ἐξ ἀγροῦ εἰς πόλιν πεφευγώς, vielleicht von λείπω u. φέρνη statt λιποφερνής), ohne Haus u. Hof, ohne Obdach, wie ein Flüchtling verlassen u. unglücklich, λιπερνῆτες πολῖται, Archil. 63 u. Cratin. bei Schol. Ar. pax 602; D. Sic. 12, 40 las so auch Ar. a. a. O. für σοφώτατος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπερνής: -ές, γεν. -έος, καὶ -ῆτος· - ἔρημος, ἐγκαταλελειμμένος, ἀπερριμμένος, ὦ λιπερνῆτες πολῖται Ἀρχίλ. 50 (45), ὅθεν παρέλαβεν αὐτὸ ὁ Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 11, ἔνθα ἴδε Meineke· - οὕτω καὶ λιπερνήτης, ου, ὁ, θηλ. -ῆτις, -ιδος, Ἀνθ. Π. 9. 649, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 1010, Ἐτυμολ. Μέγ. 566. 50, καὶ ἐκ διορθώσεως τοῦ Schäfer παρὰ τῷ Λόγγῳ 2. 22 ἀντὶ λιπεργάτης· - Καθ’ Ἡσύχ.: «λιπέρνης (οὕτω παροξυτόνως)· ὁ ἐκ πλουσίου πένης ἢ ἐξ ἀγροῦ εἰς πόλιν πεφευγώς. ἢ ὁ λιπόπολις».

French (Bailly abrégé)

ῆτος;
adj. m.
pauvre, misérable.
Étymologie: λείπω, ἔρνος.

Greek Monolingual

λιπερνής, -ῆτος, ὁ (Α)
1. φτωχός, άθλιος, παρίας, απόβλητος, έρημος
2. ορφανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, προήλθε από θ. λιπ- (του λείπω) + ἔρνος «καρπός, βλαστός» (παρά τὸ λείπεσθαι ἐρνέων, ὅ ἐστι φυτῶν). Η λ., επομένως, θα είχε αρχικά τη σημ. «αυτός που έχει χάσει τη συγκομιδή του και στη συνέχεια πήρε γεν. τη σημ. «φτωχός» και, δευτερευόντως, «αποστερημένος, ορφανός». Το -φ- του τ. λιφερνῶ εξηγείται από τη μαρτυρία ενός υστερογενούς τ. ἕρνος που δασύνεται].