Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρίας

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ο
1. μέλος τών κατώτερων καστικών ομάδων της ινδουιστικής Ινδίας
2. μτφ. άτομο ή κοινωνικό σύνολο που μειονεκτεί ως προς τα κοινωνικά και πολιτικά του δικαιώματα έναντι τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. paraiyar. Ο τ. μαρτυρείται από 1867 στον Σ. Ι. Τσιβανόπουλο].