λαχανισμός
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
ὁ,
A cutting or gathering of vegetables, ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111, cf. PTeb.117.73 (i B.C.). II being at grass, of horses, Hippiatr.129.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνισμός: ὁ, τὸ κόπτειν ἢ συλλέγειν λάχανα, ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Θουκ. 3. 111.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de cueillir ou de récolter des légumes.
Étymologie: λάχανον.
Greek Monolingual
λαχανισμός, ὁ (Α) λαχανίζω
1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.)
2. (για ίππο) η βρώση χόρτων.